μελισσοβότου

μελισσοβότου
μελισσόβοτος
fed on by bees
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μελισσόβοτος — μελισσόβοτος, ον (Α) 1. αυτός που βόσκεται από μέλισσες («μελισσοβότου Ἑλικῶνος», Ανθ. Παλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὀ μελισσόβοτον άλλη ονομασία τού φυτού μελισσοβότανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + βοτος (< βοτόν), πρβλ. ιππό βοτος, μηλό βοτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”